αιολώ — αἰολῶ ( έω) (Α) [αἰόλος] ποικίλλω … Dictionary of Greek
Αἰόλῳ — Αἴολος quick moving masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλῳ — αἰόλος quick moving masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰόλωι — Αἰόλῳ , Αἴολος quick moving masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλωι — αἰόλῳ , αἰόλος quick moving masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλησις — αἰόλησις ( εως), η (Μ) [αἰολῶ] γρήγορη, γοργή κίνηση … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
απαιολώ — ἀπαιολῶ ( άω ή έω) (Α) περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αιολώ «ποικίλλω»] … Dictionary of Greek
λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… … Dictionary of Greek